Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
μελίθρεπτος
View word page
μελητέος
μελητέος μελητέος, ον verb. adj. of μέλω, one must take thought for, τινός Plat.
ShortDef
one must take thought for
Debugging
Headword:
μελητέος
Headword (normalized):
μελητέος
Headword (normalized/stripped):
μελητεος
IDX:
20624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20645
Key:
melhte/os
Data
{'content': 'μελητέος\n μελητέος, ον\n verb. adj. of μέλω,\n one must take thought for, τινός Plat.', 'key': 'melhte/os'}