Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
μελιηδής
View word page
μελησίμβροτος
μελησίμβροτος μελησί-μβροτος, ον μέλω, βρότος with μ inserted, an object of care or love to men, Pind.

ShortDef

an object of care

Debugging

Headword:
μελησίμβροτος
Headword (normalized):
μελησίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
μελησιμβροτος
IDX:
20623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20644
Key:
melhsi/mbrotos

Data

{'content': 'μελησίμβροτος\n μελησί-μβροτος, ον\n μέλω, βρότος\n with μ inserted, an object of care or love to men, Pind.', 'key': 'melhsi/mbrotos'}