Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέλε
μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίζω
View word page
μέλημα
μέλημα μέλημα, ατος, τό, μέλω the object of care, a darling, of persons, τοὐμὸν μέλ., like Virgilʼs mea cura, Pind.; ὦ φίλτατον μ. Aesch. a charge, duty, Aesch., Soph. care, anxiety, Aesch., Theocr.

ShortDef

the object of care, a darling

Debugging

Headword:
μέλημα
Headword (normalized):
μέλημα
Headword (normalized/stripped):
μελημα
IDX:
20622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20643
Key:
me/lhma

Data

{'content': 'μέλημα\n μέλημα, ατος, τό,\n μέλω\n the object of care, a darling, of persons, τοὐμὸν μέλ., like Virgilʼs mea cura, Pind.; ὦ φίλτατον μ. Aesch.\n a charge, duty, Aesch., Soph.\n care, anxiety, Aesch., Theocr.', 'key': 'me/lhma'}