μελετητήριον
μελετητήριον
μελετητήριον, ου, τό,
μελετάω
a place for practice, Plut.
{ "content": "μελετητήριον\n μελετητήριον, ου, τό,\n μελετάω\n a place for practice, Plut.", "key": "melethth/rion" }