Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
μελίγδουπος
View word page
μελετητέος
μελετητέος μελετητέος, ον verb. adj. of μελετάω one must study, Plat.
ShortDef
one must study
Debugging
Headword:
μελετητέος
Headword (normalized):
μελετητέος
Headword (normalized/stripped):
μελετητεος
IDX:
20618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20639
Key:
melethte/os
Data
{'content': 'μελετητέος\n μελετητέος, ον\n verb. adj. of μελετάω\n one must study, Plat.', 'key': 'melethte/os'}