Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελέτωρ
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελητέος
Μελητίδης
μελία
μελίβρομος
View word page
μελετηρός
μελετηρός μελετηρός, ά, όν μελετάω practising diligently, Xen.
ShortDef
practising diligently
Debugging
Headword:
μελετηρός
Headword (normalized):
μελετηρός
Headword (normalized/stripped):
μελετηρος
IDX:
20617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20638
Key:
melethro/s
Data
{'content': 'μελετηρός\n μελετηρός, ά, όν\n μελετάω\n practising diligently, Xen.', 'key': 'melethro/s'}