Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
μελέτη
μελετηρός
View word page
μελεϊστί
μελεϊστί μελεΐζω limb from limb, Shaksp. "limb-meal, " μελεϊστὶ ταμεῖν Hom.
ShortDef
limb from limb
Debugging
Headword:
μελεϊστί
Headword (normalized):
μελεϊστί
Headword (normalized/stripped):
μελειστι
IDX:
20607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20628
Key:
meleisti/
Data
{'content': 'μελεϊστί\n μελεΐζω\n limb from limb, Shaksp. "limb-meal, " μελεϊστὶ ταμεῖν Hom.', 'key': 'meleisti/'}