Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
μελεσίπτερος
μελετάω
μελέτημα
View word page
μελεδωνός
μελεδωνός μελεδωνός, μελεδαίνω one who takes care of anything, a manager, keeper, μ. τῶν οἰκιῶν a house- steward, Hdt.; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Hdt.; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, Hdt.

ShortDef

one who takes care of anything, a manager, keeper

Debugging

Headword:
μελεδωνός
Headword (normalized):
μελεδωνός
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνος
IDX:
20605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20626
Key:
meledwno/s

Data

{'content': 'μελεδωνός\n μελεδωνός,\n μελεδαίνω\n one who takes care of anything, a manager, keeper, μ. τῶν οἰκιῶν a house- steward, Hdt.; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Hdt.; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, Hdt.', 'key': 'meledwno/s'}