Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
μελεσίπτερος
View word page
μελεδωνεύς
μελεδωνεύς μελεδωνεύς, έως, = μελεδωνός, Theocr.

ShortDef

attendant, guardian

Debugging

Headword:
μελεδωνεύς
Headword (normalized):
μελεδωνεύς
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνευς
IDX:
20603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20624
Key:
meledwneu/s

Data

{'content': 'μελεδωνεύς\n μελεδωνεύς, έως,\n = μελεδωνός, Theocr.', 'key': 'meledwneu/s'}