Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μέλε
View word page
μελεδήμων
μελεδήμων μελεδήμων, ον, μελεδαίνω careful, busy, Anth.

ShortDef

careful, busy

Debugging

Headword:
μελεδήμων
Headword (normalized):
μελεδήμων
Headword (normalized/stripped):
μελεδημων
IDX:
20602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20623
Key:
meledh/mwn

Data

{'content': 'μελεδήμων\n μελεδήμων, ον,\n μελεδαίνω\n careful, busy, Anth.', 'key': 'meledh/mwn'}