Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελαντειχής
μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
View word page
μελέδημα
μελέδημα μελέδημα, ατος, τό, μελεδαίνω care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about oneʼs father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.

ShortDef

care, anxiety

Debugging

Headword:
μελέδημα
Headword (normalized):
μελέδημα
Headword (normalized/stripped):
μελεδημα
IDX:
20601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20622
Key:
mele/dhma

Data

{'content': 'μελέδημα\n μελέδημα, ατος, τό,\n μελεδαίνω\n care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about oneʼs father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.', 'key': 'mele/dhma'}