Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελανόχροος
μελανόχρως
μέλαν
μελαντειχής
μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
μελεοπαθής
View word page
μέλας
μέλας cf. τάλας, the only word like it in form black, swart, Hom., etc.; μέλαν ὕδωρ of water drawn from a deep well (cf. μελάνυδρος) , Od. black, dark, murky, ἕσπερος, νύξ Hom., etc. metaph. black, dark, θάνατος, Κήρ, the origin of the metaphor being seen in such phrases as μέλαν νέφος θανάτοιο, Hom. dark, obscure, Anth. comp. μελάντερος, η, ον, blacker, very black, Il.; cf. ἠΰτε. μέλαν, v. sub voc.

ShortDef

black
Melas

Debugging

Headword:
μέλας
Headword (normalized):
μέλας
Headword (normalized/stripped):
μελας
IDX:
20598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20619
Key:
me/las

Data

{'content': 'μέλας\n cf. τάλας, the only word like it in form\n black, swart, Hom., etc.; μέλαν ὕδωρ of water drawn from a deep well (cf. μελάνυδρος) , Od.\n black, dark, murky, ἕσπερος, νύξ Hom., etc.\n metaph. black, dark, θάνατος, Κήρ, the origin of the metaphor being seen in such phrases as μέλαν νέφος θανάτοιο, Hom.\n dark, obscure, Anth.\n comp. μελάντερος, η, ον, blacker, very black, Il.; cf. ἠΰτε. \n μέλαν, v. sub voc.', 'key': 'me/las'}