Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελάνουρος
μελανόχροος
μελανόχρως
μέλαν
μελαντειχής
μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελεδών
μελεϊστί
View word page
μέλασμα
μέλασμα μέλασμα, ατος, τό, μέλας anything black, μ. γραμματόκον a black lead pencil, Anth.
ShortDef
anything black
Debugging
Headword:
μέλασμα
Headword (normalized):
μέλασμα
Headword (normalized/stripped):
μελασμα
IDX:
20597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20618
Key:
me/lasma
Data
{'content': 'μέλασμα\n μέλασμα, ατος, τό,\n μέλας\n anything black, μ. γραμματόκον a black lead pencil, Anth.', 'key': 'me/lasma'}