Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελάνοσσος
μελάνοστος
μελάνουρος
μελανόχροος
μελανόχρως
μέλαν
μελαντειχής
μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
μελεδαίνω
μελέδημα
View word page
μελαντειχής
μελαντειχής μελαν-τειχής, ές τεῖχος black-walled, Pind.
ShortDef
black-walled
Debugging
Headword:
μελαντειχής
Headword (normalized):
μελαντειχής
Headword (normalized/stripped):
μελαντειχης
IDX:
20591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20612
Key:
melanteixh/s
Data
{'content': 'μελαντειχής\n μελαν-τειχής, ές\n τεῖχος\n black-walled, Pind.', 'key': 'melanteixh/s'}