Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελανία
μελανοκάρδιος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελάνοσσος
μελάνοστος
μελάνουρος
μελανόχροος
μελανόχρως
μέλαν
μελαντειχής
μελάντερος
μελαντηρία
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μέλασμα
μέλας
μέλδω
View word page
μελανόχρως
μελανόχρως μελᾰνό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγχρως, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελανόχρως
Headword (normalized):
μελανόχρως
Headword (normalized/stripped):
μελανοχρως
IDX:
20589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20610
Key:
melano/xrws
Data
{'content': 'μελανόχρως\n μελᾰνό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n = μελάγχρως, Eur.', 'key': 'melano/xrws'}