Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέταλος
μελάμπτερος
μελαμφαής
μελάμφυλλος
μελάναιγις
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανδόκος
μελανείμων
μελανέω
μελανία
μελανοκάρδιος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελάνοσσος
μελάνοστος
μελάνουρος
View word page
μελανείμων
μελανείμων μελᾰν-είμων, ον, εἷμα black-clad, μ. ἔφοδοι the assaults of the black-robed ones (the Furies), Aesch.
ShortDef
black-clad
Debugging
Headword:
μελανείμων
Headword (normalized):
μελανείμων
Headword (normalized/stripped):
μελανειμων
IDX:
20577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20598
Key:
melanei/mwn
Data
{'content': 'μελανείμων\n μελᾰν-είμων, ον,\n εἷμα\n black-clad, μ. ἔφοδοι the assaults of the black-robed ones (the Furies), Aesch.', 'key': 'melanei/mwn'}