Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μελάμβωλος
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέταλος
μελάμπτερος
μελαμφαής
μελάμφυλλος
μελάναιγις
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανδόκος
μελανείμων
μελανέω
μελανία
μελανοκάρδιος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελάνοσσος
μελάνοστος
View word page
μελανδόκος
μελανδόκος μελαν-δόκος, ον δέχομαι holding ink, Anth.

ShortDef

holding ink

Debugging

Headword:
μελανδόκος
Headword (normalized):
μελανδόκος
Headword (normalized/stripped):
μελανδοκος
IDX:
20576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20597
Key:
melando/kos

Data

{'content': 'μελανδόκος\n μελαν-δόκος, ον\n δέχομαι\n holding ink, Anth.', 'key': 'melando/kos'}