Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχροος
μελάγχρως
μέλαθρον
μελαίνω
μελαμβαθής
μελάμβωλος
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέταλος
μελάμπτερος
μελαμφαής
View word page
μελάγχροος
μελάγχροος μελάγχρους, ουν χρόα swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.
ShortDef
black-skinned, swarthy
Debugging
Headword:
μελάγχροος
Headword (normalized):
μελάγχροος
Headword (normalized/stripped):
μελαγχροος
IDX:
20561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20582
Key:
mela/gxrous
Data
{'content': 'μελάγχροος\n μελάγχρους, ουν\n χρόα\n swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.', 'key': 'mela/gxrous'}