Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχροος
μελάγχρως
μέλαθρον
μελαίνω
μελαμβαθής
μελάμβωλος
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέταλος
μελάμπτερος
View word page
μελαγχροιής
μελαγχροιής μελαγ-χροιής, ές χροιά black-skinned, swarthy, Od.
ShortDef
black-skinned, swarthy
Debugging
Headword:
μελαγχροιής
Headword (normalized):
μελαγχροιής
Headword (normalized/stripped):
μελαγχροιης
IDX:
20560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20581
Key:
melagxroih/s
Data
{'content': 'μελαγχροιής\n μελαγ-χροιής, ές\n χροιά\n black-skinned, swarthy, Od.', 'key': 'melagxroih/s'}