Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχροος
μελάγχρως
μέλαθρον
μελαίνω
μελαμβαθής
μελάμβωλος
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
View word page
μελαγχολικός
μελαγχολικός μελαγχολικός, ή, όν atrabilious, choleric, Plat. from μελάγχολος

ShortDef

atrabilious, choleric

Debugging

Headword:
μελαγχολικός
Headword (normalized):
μελαγχολικός
Headword (normalized/stripped):
μελαγχολικος
IDX:
20558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20579
Key:
melagxoliko/s

Data

{'content': 'μελαγχολικός\n μελαγχολικός, ή, όν\n atrabilious, choleric, Plat.\n from μελάγχολος', 'key': 'melagxoliko/s'}