Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχροος
μελάγχρως
μέλαθρον
μελαίνω
μελαμβαθής
View word page
μελαγχίτων
μελαγχίτων μελαγ-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ, with black raiment, darksome, gloomy, Aesch.

ShortDef

with black raiment, darksome, gloomy

Debugging

Headword:
μελαγχίτων
Headword (normalized):
μελαγχίτων
Headword (normalized/stripped):
μελαγχιτων
IDX:
20555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20576
Key:
melagxi/twn

Data

{'content': 'μελαγχίτων\n μελαγ-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ,\n with black raiment, darksome, gloomy, Aesch.', 'key': 'melagxi/twn'}