Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
μελάγχροος
μελάγχρως
μέλαθρον
μελαίνω
View word page
μελάγχιμος
μελάγχιμος μελάγχῐμος, ον black, dark, Aesch., Eur. Formed from μέλας, with termin. -χιμος, as δύσχιμος from δυσ-

ShortDef

black, dark

Debugging

Headword:
μελάγχιμος
Headword (normalized):
μελάγχιμος
Headword (normalized/stripped):
μελαγχιμος
IDX:
20554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20575
Key:
mela/gximos

Data

{'content': 'μελάγχιμος\n μελάγχῐμος, ον\n black, dark, Aesch., Eur.\n Formed from μέλας, with termin. -χιμος, as δύσχιμος from δυσ-', 'key': 'mela/gximos'}