Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχροιής
View word page
μελάγκερως
μελάγκερως μελάγ-κερως, ων, κέρας black-horned, black, Aesch.
ShortDef
black-horned, black
Debugging
Headword:
μελάγκερως
Headword (normalized):
μελάγκερως
Headword (normalized/stripped):
μελαγκερως
IDX:
20550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20571
Key:
mela/gkerws
Data
{'content': 'μελάγκερως\n μελάγ-κερως, ων,\n κέρας\n black-horned, black, Aesch.', 'key': 'mela/gkerws'}