Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
μελαγχολάω
μελαγχολικός
μελάγχολος
View word page
μελάγγαιος
μελάγγαιος μελάγ-γαιος, ον γαῖα γῆ with black soil, loamy, Hdt.
ShortDef
with black soil, loamy
Debugging
Headword:
μελάγγαιος
Headword (normalized):
μελάγγαιος
Headword (normalized/stripped):
μελαγγαιος
IDX:
20549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20570
Key:
mela/ggaios
Data
{'content': 'μελάγγαιος\n μελάγ-γαιος, ον\n γαῖα γῆ\n with black soil, loamy, Hdt.', 'key': 'mela/ggaios'}