μειρακύλλιον
μειρακύλλιον
μειρᾰκύλλιον, ου, τό,
Dim. of μειράκιον,
a mere lad, Ar.
{
"content": "μειρακύλλιον\n μειρᾰκύλλιον, ου, τό,\n Dim. of μειράκιον,\n a mere lad, Ar.",
"key": "meiraku/llion"
}