Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
μειόω
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
μελάγκροκος
View word page
μειρακιώδης
μειρακιώδης μειρᾰκῐ-ώδης, ες εἶδος becoming a youth, youthful, Plat. puerile, Plat.

ShortDef

becoming a youth, youthful

Debugging

Headword:
μειρακιώδης
Headword (normalized):
μειρακιώδης
Headword (normalized/stripped):
μειρακιωδης
IDX:
20542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20563
Key:
meirakiw/dhs

Data

{'content': 'μειρακιώδης\n μειρᾰκῐ-ώδης, ες\n εἶδος\n becoming a youth, youthful, Plat.\n puerile, Plat.', 'key': 'meirakiw/dhs'}