Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
μειόω
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
μελάγγαιος
μελάγκερως
μελαγκόρυφος
View word page
μειρακίσκος
μειρακίσκος μειρᾰκίσκος, ὁ, Dim. of μειράκιον a lad, stripling, Plat.
ShortDef
a lad, stripling
Debugging
Headword:
μειρακίσκος
Headword (normalized):
μειρακίσκος
Headword (normalized/stripped):
μειρακισκος
IDX:
20541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20562
Key:
meiraki/skos
Data
{'content': 'μειρακίσκος\n μειρᾰκίσκος, ὁ,\n Dim. of μειράκιον\n a lad, stripling, Plat.', 'key': 'meiraki/skos'}