μειρακίσκος
μειρακίσκος
μειρᾰκίσκος, ὁ,
Dim. of μειράκιον
a lad, stripling, Plat.
{
"content": "μειρακίσκος\n μειρᾰκίσκος, ὁ,\n Dim. of μειράκιον\n a lad, stripling, Plat.",
"key": "meiraki/skos"
}