Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
μειόω
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
μείων
View word page
μειράκιον
μειράκιον μειράκιον (ᾰ), ου, τό, μεῖραξ a boy, lad, stripling, Plat.

ShortDef

a boy, lad, stripling

Debugging

Headword:
μειράκιον
Headword (normalized):
μειράκιον
Headword (normalized/stripped):
μειρακιον
IDX:
20538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20559
Key:
meira/kion

Data

{'content': 'μειράκιον\n μειράκιον (ᾰ), ου, τό,\n μεῖραξ\n a boy, lad, stripling, Plat.', 'key': 'meira/kion'}