Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
μειόω
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
μείωμα
View word page
μειρακιεύομαι
μειρακιεύομαι Dep. to play the boy, Plut., Luc.
ShortDef
to play the boy
Debugging
Headword:
μειρακιεύομαι
Headword (normalized):
μειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μειρακιευομαι
IDX:
20537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20558
Key:
meirakieu/omai
Data
{'content': 'μειρακιεύομαι\n Dep. to play the boy, Plut., Luc.', 'key': 'meirakieu/omai'}