Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μειλικτήριος
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
μειόω
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μεῖστος
View word page
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεξαπάτης μειρᾰκι-εξᾰπάτης, ου, ὁ, a boy-cheater, Anth.
ShortDef
a boy-cheater
Debugging
Headword:
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized):
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized/stripped):
μειρακιεξαπατης
IDX:
20536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20557
Key:
meirakiecapa/ths
Data
{'content': 'μειρακιεξαπάτης\n μειρᾰκι-εξᾰπάτης, ου, ὁ,\n a boy-cheater, Anth.', 'key': 'meirakiecapa/ths'}