μειλικτήριος
μειλικτήριος
μειλικτήριος, ον
μειλίσσω
able to soothe: μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, Aesch.
{
"content": "μειλικτήριος\n μειλικτήριος, ον\n μειλίσσω\n able to soothe: μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, Aesch.",
"key": "meilikth/rios"
}