Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
μεῖον
View word page
μείλια
μείλια soothing things, pleasing gifts, Il. in sg., a charm, Anth.
ShortDef
soothing things, pleasing gifts
Debugging
Headword:
μείλια
Headword (normalized):
μείλια
Headword (normalized/stripped):
μειλια
IDX:
20524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20545
Key:
mei/lia
Data
{'content': 'μείλια\n soothing things, pleasing gifts, Il.\n in sg., a charm, Anth.', 'key': 'mei/lia'}