Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
μειονεξία
View word page
μειδιάω
μειδιάω μειδιάω, = μειδάω, Hom. only in Epic part. μειδιόων
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μειδιάω
Headword (normalized):
μειδιάω
Headword (normalized/stripped):
μειδιαω
IDX:
20523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20544
Key:
meidia/w
Data
{'content': 'μειδιάω\n μειδιάω,\n = μειδάω, Hom.\n only in Epic part. μειδιόων', 'key': 'meidia/w'}