Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
μειλιχόγηρυς
μείλιχος
μειονεκτέω
View word page
μειδίαμα
μειδίαμα μειδίᾱμα, ατος, τό, a smile, Plut., Luc. from μειδιάω
ShortDef
a smile
Debugging
Headword:
μειδίαμα
Headword (normalized):
μειδίαμα
Headword (normalized/stripped):
μειδιαμα
IDX:
20522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20543
Key:
meidi/ama
Data
{'content': 'μειδίαμα\n μειδίᾱμα, ατος, τό,\n a smile, Plut., Luc.\n from μειδιάω', 'key': 'meidi/ama'}