Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
μειλίσσω
μειλιχία
μειλίχιος
View word page
μειαγωγός
μειαγωγός μει-ᾰγωγός, όν μεῖον, ἄγω bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.

ShortDef

bringing the sacrificial lamb

Debugging

Headword:
μειαγωγός
Headword (normalized):
μειαγωγός
Headword (normalized/stripped):
μειαγωγος
IDX:
20519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20540
Key:
meiagwgo/s

Data

{'content': 'μειαγωγός\n μει-ᾰγωγός, όν\n μεῖον, ἄγω\n bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.', 'key': 'meiagwgo/s'}