Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφισβήτητος
ἀμφίς
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιτανύω
ἀμφιτειχής
ἀμφιτέμνω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
View word page
ἀμφιτειχής
ἀμφιτειχής τεῖχος encompassing the walls, Aesch.

ShortDef

encompassing the walls

Debugging

Headword:
ἀμφιτειχής
Headword (normalized):
ἀμφιτειχής
Headword (normalized/stripped):
αμφιτειχης
IDX:
2054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2054
Key:
a)mfiteixh/s

Data

{'content': 'ἀμφιτειχής\n τεῖχος\n encompassing the walls, Aesch.', 'key': 'a)mfiteixh/s'}