Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
μειλικτήριος
View word page
μεθυσφαλής
μεθυσφαλής μεθυ-σφᾰλής, ές σφάλλω reeling-drunk, Anth.

ShortDef

reeling-drunk

Debugging

Headword:
μεθυσφαλής
Headword (normalized):
μεθυσφαλής
Headword (normalized/stripped):
μεθυσφαλης
IDX:
20516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20537
Key:
mequsfalh/s

Data

{'content': 'μεθυσφαλής\n μεθυ-σφᾰλής, ές\n σφάλλω\n reeling-drunk, Anth.', 'key': 'mequsfalh/s'}