Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
μείλιγμα
View word page
μεθυστικός
μεθυστικός μεθυστικός, ή, όν μεθύσκω intoxicating, Arist. of men, given to wine, Plat.

ShortDef

intoxicating

Debugging

Headword:
μεθυστικός
Headword (normalized):
μεθυστικός
Headword (normalized/stripped):
μεθυστικος
IDX:
20515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20536
Key:
mequstiko/s

Data

{'content': 'μεθυστικός\n μεθυστικός, ή, όν\n μεθύσκω\n intoxicating, Arist.\n of men, given to wine, Plat.', 'key': 'mequstiko/s'}