Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
μείλια
View word page
μεθύστερος
μεθύστερος μεθ-ύστερος, α, ον living after, μεθύστεροι posterity, Aesch. neut. as adv. afterwards, hereafter, Hhymn., Soph.; so long after, so late, Aesch.; οὐ μ. in a moment, Aesch.: too late, Soph.

ShortDef

living after

Debugging

Headword:
μεθύστερος
Headword (normalized):
μεθύστερος
Headword (normalized/stripped):
μεθυστερος
IDX:
20514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20535
Key:
mequ/steros

Data

{'content': 'μεθύστερος\n μεθ-ύστερος, α, ον\n living after, μεθύστεροι posterity, Aesch.\n neut. as adv. afterwards, hereafter, Hhymn., Soph.; so long after, so late, Aesch.; οὐ μ. in a moment, Aesch.: too late, Soph.', 'key': 'mequ/steros'}