Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
μειδάω
μείδημα
μειδίαμα
μειδιάω
View word page
μέθυσος
μέθυσος μέθῠσος, η, ον μεθύω drunken, Ar., etc.

ShortDef

drunken

Debugging

Headword:
μέθυσος
Headword (normalized):
μέθυσος
Headword (normalized/stripped):
μεθυσος
IDX:
20513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20534
Key:
me/qusos

Data

{'content': 'μέθυσος\n μέθῠσος, η, ον\n μεθύω\n drunken, Ar., etc.', 'key': 'me/qusos'}