Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
μέθυσος
μεθύστερος
μεθυστικός
μεθυσφαλής
μεθύω
μειαγωγέω
μειαγωγός
View word page
μεθυπλήξ
μεθυπλήξ μεθυ-πλήξ, ῆγος, wine-stricken, Anth.

ShortDef

wine-stricken

Debugging

Headword:
μεθυπλήξ
Headword (normalized):
μεθυπλήξ
Headword (normalized/stripped):
μεθυπληξ
IDX:
20509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20530
Key:
mequplh/c

Data

{'content': 'μεθυπλήξ\n μεθυ-πλήξ, ῆγος,\n wine-stricken, Anth.', 'key': 'mequplh/c'}