Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
μεθυπλήξ
μέθυσις
μεθύσκω
μεθυσοκότταβος
View word page
μεθορμάομαι
μεθορμάομαι aor1 μεθωρμήθην Pass. to rush in pursuit of, make a dash at, Hom.
ShortDef
to rush in pursuit of, make a dash at
Debugging
Headword:
μεθορμάομαι
Headword (normalized):
μεθορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
μεθορμαομαι
IDX:
20502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20523
Key:
meqorma/omai
Data
{'content': 'μεθορμάομαι\n aor1 μεθωρμήθην\n Pass. to rush in pursuit of, make a dash at, Hom.', 'key': 'meqorma/omai'}