Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
μεθυπῖδαξ
View word page
μέθοδος
μέθοδος μέθ-οδος, ἡ, μετά a following after, pursuit: esp. pursuit of knowledge, scientific inquiry, investigation, method of inquiry, method, Plat., etc.
ShortDef
a following after, pursuit
Debugging
Headword:
μέθοδος
Headword (normalized):
μέθοδος
Headword (normalized/stripped):
μεθοδος
IDX:
20498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20519
Key:
me/qodos
Data
{'content': 'μέθοδος\n μέθ-οδος, ἡ,\n μετά\n a following after, pursuit: esp. pursuit of knowledge, scientific inquiry, investigation, method of inquiry, method, Plat., etc.', 'key': 'me/qodos'}