Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
μέθυ
View word page
μεθοδηγέω
μεθοδηγέω fut. ήσω to lead another way, Anth.
ShortDef
to lead another way
Debugging
Headword:
μεθοδηγέω
Headword (normalized):
μεθοδηγέω
Headword (normalized/stripped):
μεθοδηγεω
IDX:
20497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20518
Key:
meqodhge/w
Data
{'content': 'μεθοδηγέω\n fut. ήσω\n to lead another way, Anth.', 'key': 'meqodhge/w'}