Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
μεθορμίζω
μεθυδριάς
Μεθύδριον
μεθυδώτης
View word page
μεθοδεύω
μεθοδεύω fut. σω μέθοδος to treat by method: to use cunning devices, employ craft, Lxx.

ShortDef

to treat by method: to use cunning devices, employ craft

Debugging

Headword:
μεθοδεύω
Headword (normalized):
μεθοδεύω
Headword (normalized/stripped):
μεθοδευω
IDX:
20496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20517
Key:
meqodeu/w

Data

{'content': 'μεθοδεύω\n fut. σω\n μέθοδος\n to treat by method: to use cunning devices, employ craft, Lxx.', 'key': 'meqodeu/w'}