Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
μεθόριος
μεθορμάομαι
View word page
μεθιδρύω
μεθιδρύω fut. ύσω to place differently, transpose, Plat.: —Pass. to keep moving, Plut.
ShortDef
to place differently, transpose
Debugging
Headword:
μεθιδρύω
Headword (normalized):
μεθιδρύω
Headword (normalized/stripped):
μεθιδρυω
IDX:
20492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20513
Key:
meqidru/w
Data
{'content': 'μεθιδρύω\n fut. ύσω\n to place differently, transpose, Plat.: —Pass. to keep moving, Plut.', 'key': 'meqidru/w'}