Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
μεθό
View word page
μέθημαι
μέθημαι Pass. to sit among, c. dat., Od.
ShortDef
to sit among
Debugging
Headword:
μέθημαι
Headword (normalized):
μέθημαι
Headword (normalized/stripped):
μεθημαι
IDX:
20490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20511
Key:
me/qhmai
Data
{'content': 'μέθημαι\n Pass. to sit among, c. dat., Od.', 'key': 'me/qhmai'}