Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
μεθομιλέω
View word page
μεθήκω
μεθήκω to be come in quest of, τινά Eur., Ar.
ShortDef
to be come in quest of
Debugging
Headword:
μεθήκω
Headword (normalized):
μεθήκω
Headword (normalized/stripped):
μεθηκω
IDX:
20489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20510
Key:
meqh/kw
Data
{'content': 'μεθήκω\n to be come in quest of, τινά Eur., Ar.', 'key': 'meqh/kw'}