Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
μεθοδεύω
μεθοδηγέω
μέθοδος
View word page
μέθη
μέθη μέθη, ἡ, = μέθυ strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.; ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph.; μέθῃ βρεχθείς Eur. drunkenness, Plat.

ShortDef

strong drink

Debugging

Headword:
μέθη
Headword (normalized):
μέθη
Headword (normalized/stripped):
μεθη
IDX:
20488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20509
Key:
me/qh

Data

{'content': 'μέθη\n μέθη, ἡ,\n = μέθυ\n strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.; ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph.; μέθῃ βρεχθείς Eur.\n drunkenness, Plat.', 'key': 'me/qh'}