Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέδω
μέζεα
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
μεθαρμόζω
μεθεκτέος
μεθέλκω
μέθεξις
μεθέπω
μεθημερινός
μεθημέριος
μεθημοσύνη
μεθήμων
μέθη
μεθήκω
μέθημαι
μεθίδρυσις
μεθιδρύω
μεθίημι
μεθίστημι
μεθοδεία
View word page
μεθημέριος
μεθημέριος μεθ-ημέριος, ον = ημερῐνός, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεθημέριος
Headword (normalized):
μεθημέριος
Headword (normalized/stripped):
μεθημεριος
IDX:
20485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20506
Key:
meqhme/rios
Data
{'content': 'μεθημέριος\n μεθ-ημέριος, ον\n = ημερῐνός, Eur.', 'key': 'meqhme/rios'}